- πρόβλησις
- -ήσεως, ἡ, ΜΑ [προβάλλω]μσν.1. προβιβασμός, προαγωγή2. εκκλ. (στο Βυζάντιο) η εκλογή και η επίσημη τελετή τής εγκατάστασης τού νέου πατριάρχη Κωνσταντινούπολης από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, η οποία γινόταν στη μεγάλη αίθουσα τών ανακτόρωναρχ.1. ρίψη ή τοποθέτηση προς τα εμπρός2. έκχυση.
Dictionary of Greek. 2013.